- γιδότοπος
- οτόπος κατάλληλος για να βόσκουν γίδια, γιδοβοσκή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιδότοπος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 10 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σατρών. * * * ο και τόπι, το τόπος κατάλληλος για τη βοσκή γιδιών … Dictionary of Greek
Σάτρες — Ημιορεινός οικισμός (249 κάτ., υψόμ. 260), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (149 τ. χλμ., 1391 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά, Ακραίος (145 κάτ., υψόμ. 380), Γιδότοπος (107 κάτ., υψόμ. 500),… … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
δασότοπος — ο τόπος με πολλά δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + τόπος (πρβλ. ανθότοπος, γιδότοπος, ελαιότοπος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek